- κρασοπότηρο
- το стакан для вина; рюмка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρασοπότηρο — το ποτήρι κρασιού … Dictionary of Greek
κρασοπότηρο — το ποτήρι του κρασιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
κρασοβόλι — το (Μ κρασοβόλιον και κρασοβόλιν) ποσότητα κρασιού που συνοδεύει το γεύμα τών μοναχών στα μοναστήρια νεοελλ. 1. κρασί 2. άφθονη πόση κρασιού, μεθοκόπι μσν. κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + βόλι(ν) (< βόλιον < βόλος < βάλλω), πρβλ.… … Dictionary of Greek
κρασοτάσι — το το κύπελλο τού κρασιού, το κρασοπότηρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + τάσι «κύπελλο»] … Dictionary of Greek
κύλικας — ο, και κύλικα, η (AM κύλιξ, κος, ἡ, Α επιγρ. σπαν. και κύλιξ, ὁ) 1. είδος ποτηριού με χαμηλή και λεπτή βάση και δύο λαβές που χρησιμοποιείται συνήθως ως κρασοπότηρο (α. «ἐς κύλικα μεγάλην κεραμίνην οἶνον ἐγχέαντες», Ηρόδ.) 2. παροιμ. «πολλά… … Dictionary of Greek
Κέι, Άντριαν — (Adriaen Thomasz Key, Αμβέρσα 1544; – 1590;). Φλαμανδός ζωγράφος. Φιλοτέχνησε κυρίως πορτρέτα με εκλεπτυσμένη τεχνοτροπία, ενώ επηρεάστηκε από τον Α. Μόρο. Στα σημαντικότερα έργα του περιλαμβάνονται Ο ιππότης Ιωάννης του Μορνιόλ (Μουσείο Μάγιερ… … Dictionary of Greek
νεροπότηρο — το ποτήρι του νερού (πρβλ. κρασοπότηρο, ρακοπότηρο) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)